- ἀπατάων
- ἀπατά̱ων , ἀπάτηtrickfem gen pl (epic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλόπιος — κλόπιος, ία, ον (AM) [κλοπός] απατηλός, δόλιος («λήξειν ἀπατάων μύθων τε κλοπίων», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek